Εφαρμογή του

moulin στα ελληνικά
moulin
λέγεται
μουλέν
.
moulin
σημαίνει στα ελληνικά
μύλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- moulin : μύλος (αλέσεως/αλευροποιείο
- moulin : εργαστήριο
- moulin / minoterie : αλευροποιείο / μύλος αλέσεως
- moulin : αδελφωτική στριπτική μηχανή
- moulin : μύλος
- meunier / conducteur de moulin : μυλωνάς
- aplatisseur / moulin aplatisseur : συμπιεστής / σποροσυμπιεστής
- moulin à eau : υδρόμυλος
Subscribe
0 Comments