Εφαρμογή του

moutarde στα ελληνικά
moutarde
λέγεται
μουτάρντ
.
moutarde
σημαίνει στα ελληνικά
μουστάρδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- moutarde / moutarde blanche : μουστάρδα
- cran / cranson : Κοχλιάρια αρμοράκια
- sinapisme / papier moutarde : σιναπισμός / σιναπούχος χάρτης
- cran / raifort : χρένο / ρεπάνο
- ypérite / gaz moutarde : υπερίτης,αέριο μουστάρδας / υπερίτης
- sanve / sénevé : λαψάνα / αγριοσινάπι
- moutarde noire : μαύρο σινάπιο
- moutarde noire : σινάπι
- ypérite azotée / moutarde azotée : αζωτούχος υπερίτης
- moutarde azotée / ypérite à l'azote : αζωτούχος υπερίτης
Subscribe
0 Comments