Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

moutonner στα ελληνικά
moutonner
λέγεται
μουτονέ
.
moutonner
σημαίνει στα ελληνικά
αφρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- toroses / glace moutonnée : λοφίσκοι πάγου
- ciel moutonné : προβατονέφη
Subscribe
0 Comments


