Εφαρμογή του

multiplication στα ελληνικά
multiplication
λέγεται
μυλτιπλικασιόν
.
multiplication
σημαίνει στα ελληνικά
πολλαπλασιασμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- multiplication : πολλαπλασιασμός / εκτροφή για πολλαπλασιασμό
- multiplication : αναπαραγωγή
- multiplication : πολλαπλασιασμός
- micropropagation / multiplication par vitroplants : μικροπολλαπλασιασμός
- pousse-achat / vente forcée : κατάχρηση εμπιστοσύνης πελάτη / πολλαπλασιασμός δραστηριοτήτων
- intersection / opération ET : τομή / σύζευξη
- facteur M / facteur de multiplication : Συντελεστής M / πολλαπλασιαστικός συντελεστής
- reproduction sexuée / multiplication sexuée : εγγενής πολλαπλασιασμός
- champ de production / champ de multiplication : αγρός παραγωγής
- renforcement par gaz / multiplication due au gaz : πολλαπλασιασμός σε αέριο
Subscribe
0 Comments