Εφαρμογή του

mur στα ελληνικά
mur
λέγεται
μυρ
.
mur
σημαίνει στα ελληνικά
τοίχος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mur : τοίχωμα/τοίχος
- mur : τοίχος / τοίχωμα
- mur : τοίχος
- mur : ώριμος
- MUR / roupie mauricienne : MUR
- mûre / mûre sauvage : βατόμουρο / μούρο των βάτων
- MUR / roupie mauricienne : ρουπία Μαυρικίου / μαυρικιανή ρουπία
- mur : στρώση
- mûre / mûre de mûrier : μούρο / βατόμουρο
- murs / parois : πλευρικό τοίχωμα
Subscribe
0 Comments