Εφαρμογή του

mutiler στα ελληνικά
mutiler
λέγεται
μυτιλέ
.
mutiler
σημαίνει στα ελληνικά
ακρωτηριάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mutilé : ελλιπής / αλλοιωμένος
- mutilé : ανάπηρος πολέμου
- mutilé civil : ανάπηρος πολέμου
- billet mutilé : ελλιππές τραπεζογραµµάτιo
- signal mutilé : ακρωτηριασμένο σήμα
- graine cassée / graine mutilée : σπασμένος σπόρος / φθαρμένος σπόρος
- mutilé de guerre : ανάπηρος πολέμου
- caractère mutilé : ακρωτηριασμένος χαρακτήρας
- kératome mutilant : πηρωτικό κεράτωμα
- arthrite mutilante / syndrome de Marie-Léri : σύνδρομο Marie-Leri / ακρωτηριαστική αρθρίτιδα
Subscribe
0 Comments