Εφαρμογή του

nappe στα ελληνικά
nappe
λέγεται
ναπ
.
nappe
σημαίνει στα ελληνικά
τραπεζομάντηλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nappe / eau souterraine : υπόγεια ύδατα
- pli / nappe : ενισχυτικό πλέγμα
- nappe / toison : βέλο / πόκος
- nappe / voile : φύλλο
- nappe : μεγάλο τραπεζομάντηλο
- nappe : βάτα / δίπλα
- nappe / tapis de composition : τάπητας μίγματος
- nappe / nappe d'eau : υδάτινο στρώμα / υδροφόρος ορίζοντας
- alèse / nappe de filet : δικτύωμα
- nappa : νάπα
Subscribe
0 Comments