Εφαρμογή του

nationalité στα ελληνικά
nationalité
λέγεται
νασιοναλιτέ
.
nationalité
σημαίνει στα ελληνικά
εθνικότητα / ιθαγένεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nationalité : ιθαγένεια (Preferred) / υπηκοότητα (Admitted)
- citoyenneté / nationalité : ιθαγένεια / εθνικότητα
- nationalité : ιθαγένεια / εθνικότητα
- navire sans nationalité / navire sans pavillon : πλοίο χωρίς εθνικότητα
- CONAIE / Confédération des nationalités indigènes de l'Équateur : Συνομοσπονδία Ιθαγενικών Εθνοτήτων Εκουαδόρ
- double nationalité : διπλή υπηκοότητα
- NID / chiffres d'identification de nationalité : ψηφία προσδιορισμού εθνικότητας
- double nationalité : διπλή ιθαγένεια / διπλή υπηκοότητα
- nationalité d'un juge : ιθαγένεια του δικαστή
- clause de nationalité : ρήτρα ιθαγένειας
Subscribe
0 Comments