Εφαρμογή του

naturalisé στα ελληνικά
naturalisé
λέγεται
νατυραλιζέ
.
naturalisé
σημαίνει στα ελληνικά
πολιτογραφημένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- naturalisé : εγκλιματισμένος / πολιτογραφημένος
- naturalisé : πολιτογραφημένοι / απόκτησαν την ιθαγένεια
- se naturaliser : εγκλιματίζομαι
- animal empaillé / animal naturalisé : βαλσαμωμένο ζώο
- citoyen naturalisé : πολιτογραφηθέν άτομο / πολιτογραφηθείς πολίτης
Subscribe
0 Comments