Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

navette στα ελληνικά
navette
λέγεται
ναβέτ
.
navette
σημαίνει στα ελληνικά
λεωφορείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- navette : αγριογογγύλη / αγριογογγύλια
- navette : σαϊτα
- navette : ειδική διαδρομή / ειδικό δρομολόγιο
- navette / navette à main : σαΐτα χεριού
- navette / trafic pendulaire : κυκλοφορία χρηστών / μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας
- navette : παλινδρομικό μέσο συγκοινωνίας / όχημα επαγγελματικής συγκοινωνίας
- navette / train-navette : αμαξοστοιχία-σαϊτα
- lanceur / navette : εναλλαγή / διαστημικό λεωφορείο
Subscribe
0 Comments


