Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

négocier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
négocier
λέγεται
νεγκοσιέ
.
négocier
σημαίνει στα ελληνικά
διαπραγματεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • stockiste / négociant stockiste : επιχείρηση αποθεματοποίησης / έμπορος που διατηρεί αποθέματα χαλυβουργικών προϊόντων
  • négociant / commerçant : έμπορος
  • négociants : έμποροι
  • durée normale / temps de travail négocié : συμφωνημένο ωράριο εργασίας
  • ETN / exchange-traded note : προϊόν διαπραγματεύσιμου χρέους
  • accord négocié : Διαπραγματευόμενη Συμφωνία
  • marché négocié : απευθείας ανάθεση κατασκευής δημοσίου έργου
  • procédure négociée : διαδικασία με διαπραγμάτευση
  • marchés négociés : συμβάσεις με απ'ευθείας ανάθεση
  • négocier un marché : διαπραγματεύομαι μία σύμβαση

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments