Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

négocier στα ελληνικά
négocier
λέγεται
νεγκοσιέ
.
négocier
σημαίνει στα ελληνικά
διαπραγματεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stockiste / négociant stockiste : επιχείρηση αποθεματοποίησης / έμπορος που διατηρεί αποθέματα χαλυβουργικών προϊόντων
- négociant / commerçant : έμπορος
- négociants : έμποροι
- durée normale / temps de travail négocié : συμφωνημένο ωράριο εργασίας
- ETN / exchange-traded note : προϊόν διαπραγματεύσιμου χρέους
- accord négocié : Διαπραγματευόμενη Συμφωνία
- marché négocié : απευθείας ανάθεση κατασκευής δημοσίου έργου
- procédure négociée : διαδικασία με διαπραγμάτευση
- marchés négociés : συμβάσεις με απ'ευθείας ανάθεση
- négocier un marché : διαπραγματεύομαι μία σύμβαση
Subscribe
0 Comments


