Εφαρμογή του

nocturne στα ελληνικά
nocturne
λέγεται
νοκτύρν
.
nocturne
σημαίνει στα ελληνικά
νυχτερινός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nocturne : νυχτερινό ωράριο
- Ln / Lnight : Lnight / δείκτης θορύβου νυκτός
- impatiences / syndrome des jambes sans repos : ανώμαλος κίνησις των σκελών / σφάλματα των μυών της κνήμης
- héméralopie / cécité scotopique : ημεραλωπία
- NVIS / système de vision nocturne : NVIS / σύστημα απεικόνισης νυκτερινής όρασης
- NNL / nuage nocturne lumineux : νυκτερινά φωτεινά νέφη
- nuages nacrés / nuages phosphorescents : φωτεινά νυκτερινά νέφη
- JVN / jumelles de vision nocturne : NVG / κιάλια νυκτερινής όρασης
- repos nocturne : νυκτερινή ανάπαυση
- lueur nocturne / lumière du ciel nocturne : φωταύγεια νυκτερινού ουρανού
Subscribe
0 Comments