Εφαρμογή του

noir στα ελληνικά
noir
λέγεται
νουάρ
.
noir
σημαίνει στα ελληνικά
μαύρος / σκοτάδι / μαυρίλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- noir : μέλαν σώμα
- noir / suie : καπνιά της ελιάς
- noir / graphisme : γραφιστική
- BLA / Association des avocats noirs : Ένωση Μαύρων Δικηγόρων
- E153 / noir de carbone : E153 / αιθάλη
- E172 / pigment noir CI 11 : Ε172 / οξείδια και υδροξείδια του σιδήρου
- jais / ambre noir : γαγάτης / μαύρη άμβρα
- tirs / regur : regur / μέλαιναι γαίαι βάμβακος
- \EPI / apogon noir : μαύρο κρεμμύδι
- \BSF / sabre noir : μαύρο σπαθόψαρο
Subscribe
0 Comments