Εφαρμογή του

nominatif στα ελληνικά
nominatif
λέγεται
νομινατίφ
.
nominatif
σημαίνει στα ελληνικά
ονομαστική
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nominatif : ονομαστικός τίτλος
- nominatif pur : καθαρός ονομαστικός τίτλος
- être nominatif : είμαι ονομαστικός
- ATU nominative : ATU ονομαστικό
- ordre nominatif : μη ανώνυμη εντολή / ονομαστική εντολή
- effet nominatif / effet innégociable : μη διαπραγματεύσιμο γραμμάτιο / μη διαπραγματεύσιμη συναλλαγματική
- titre nominatif / valeur nominative : ονομαστικοί τίτλοι / ονομαστικός τίτλος
- chèque nominatif : μη διαπραγματεύσιμη επιταγή
- action nominative : ονομαστική μετοχή
Subscribe
0 Comments