Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

note στα ελληνικά
note
λέγεται
νοτ
.
note
σημαίνει στα ελληνικά
σημείωμα / σημείωση / βαθμός / λογαριασμός / νότα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- note / notation de crédit : πιστοληπτική διαβάθμιση / κατάταξη πιστoληπτικής ικαvότητας
- note : βαθμός
- note : νότα
- note : σημείωση
- nota / note : σημείωση
- note : διακοίνωση
- DSP / document de stratégie par pays : έγγραφο στρατηγικής ανά χώρα
- NDLR / n.d.l.r. : σημείωμα του εκδότη
- NTN / note relative à la technologie nucléaire : NTN / παρατηρήσεις πυρηνικής τεχνολογίας
- NGT / note générale relative à la technologie : GTN / παρατήρηση γενικής τεχνολογίας
Subscribe
0 Comments


