Εφαρμογή του

notifier στα ελληνικά
notifier
λέγεται
νοτιφιέ
.
notifier
σημαίνει στα ελληνικά
κοινοποιώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- notifier : γνωστοποιώ
- notifiant : κοινοποιών
- notifier : κοινοποιώ
- ELINCS / liste européenne des substances chimiques notifiées : ELINCS / Ευρωπαϊκός Κατάλογος των Κοινοποιηθεισών Ουσιών
- ELINCS / liste européenne des substances chimiques notifiées : ELINCS / πίνακας των κοινοποιούμενων χημικών ουσιών
- ELINCS / Liste européenne des substances chimiques notifiées : ELINCS / Ευρωπαϊκός Κατάλογος Κοινοποιημένων Χημικών Ουσιών
- ON / organisme notifié : κοινοποιημένος οργανισμός / διακοινωμένο όργανο
- être notifié : γνωστοποιείται
- partie notifiante / partie qui notifie : κοινοποιούν μέρος
- opérateur notifié : κοινοποιημένος φορέας
Subscribe
0 Comments