Εφαρμογή του

nouille στα ελληνικά
nouille
λέγεται
νούιγ
.
nouille
σημαίνει στα ελληνικά
μακαρόνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nouille / colombin : κομματισμένη μάζα,σπαγγέτο
- nouille de ménage : χυλοπίττες
- nouilles chinoises à préparation instantanée : κινέζικες χυλοπίτες στιγμιαίας παρασκευής
Subscribe
0 Comments