Εφαρμογή του

nourrice στα ελληνικά
nourrice
λέγεται
νουρίς
.
nourrice
σημαίνει στα ελληνικά
παραμάνα / μπέιμπυ-σίτερ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nourrice : τροφός μέλισσα
- nourrice / receveuse animale : τροφός
- nourrice : τροφοδοτήρας
- nourrice : τροφός / παραμάνα
- nourrice / mère nourricière : φοράδα που θηλάζει
- nourrice : μπιτόνι
- tube-mère / virole de mère : οδηγός σωλήνας / σωλήνας χοάνης
- GNC / dormeur : δίκρουνο / διακλαδωτήρας
- navire feeder / navire nourrice : πλοίο τροφοδοσίας Ε/Κ
Subscribe
0 Comments