Εφαρμογή του

nouveau στα ελληνικά
nouveau
λέγεται
νουβό
.
nouveau
σημαίνει στα ελληνικά
νέος / καινούργιος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- nouveau : νέο / φρέσκο
- Comité scientifique des risques sanitaires émergents et nouveaux / CSRSEN : ΕΕΑΝΚΥ / Επιστημονική επιτροπή για τους ανακύπτοντες και τους πρόσφατα εντοπιζόμενους κινδύνους για την υγεία
- nursery / nurserie : αίθουσα νεογνών / νεογνολογικό τμήμα
- ESENER / Enquête européenne des entreprises sur les risques nouveaux et émergents : ESENER / Ευρωπαϊκή έρευνα για τους νέους και τους αναδυόμενους κινδύνους στις επιχειρήσεις
- jeune pousse / jeune entreprise : νεοφυής επιχείρηση (Preferred) / νέα επιχείρηση
- fil de nouvelles / flux de nouvelles : τροφοδοσία διαδικτυακού υλικού
- macadam / vin bourru : νέο κρασί ακόμη σε ζύμωση
- JUSCANZ / Japon, Etats-Unis, Canada, Australie, Nouvelle-Zélande : JUSCANZ / Ιαπωνία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία
- colza 0 / colza nouveau : κράμβη ποικιλίας "0"
- COST B1 / Comité de gestion COST B1 "Critères pour le choix et la définition des volontaires sains et : COST B1 / επιτροπή διαχείρισης Cost B1 "κριτήρια για την επιλογή και τον καθορισμό υγιών εθελοντών ή
Subscribe
0 Comments