Εφαρμογή του

noyer στα ελληνικά
noyer
λέγεται
νουαγέ
.
noyer
σημαίνει στα ελληνικά
πνίγω / καρυδιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- noyer : καρυδιά / καρύα η κοινή
- noyer : τρυπώ
- noyé : πνιγμένος
- noyé : πλήρως εμποτισμένο
- noyé : ενσωματωμένος
- aleurite / bancoulier : αλευρίτης ο τρίβολος / αλευρίτης ο μολούκιος
- jet noyé : βυθισμένη δέσμη
- BH / hétérostructure noyée : BH / (Buried Heterostructure)
- voie noyée : γραμμή βυθισμένη / γραμμή με μεγάλη βύθιση
- seuil noyé / barrage en rivière : φράγμα ελέγχου
Subscribe
0 Comments