Εφαρμογή του

obésité στα ελληνικά
obésité
λέγεται
ομπεζιτέ
.
obésité
σημαίνει στα ελληνικά
παχυσαρκία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- obésité : πιμέλωσις / παχυσαρκία
- adipose / obésité : παχυσαρκία
- adiposité / obésité pathologique : υπερλίπωση / παθολογική παχυσαρκία
- obésité asilaire : ψυχογενής παχυσρκία
- obésité cushingoïde : παχυσαρκία της αυχενοωμικής περιοχής
- obésité unilatérale : παχυσαρκία κατά το ένα ημιμόριο του σώματος
- glycosurie de l'obésité : λιπογόνος γλυκοζουρία
- obésité de type androide : υπερκλεδικός τύπος παχυσαρκίας
- Charte européenne sur la lutte contre l'obésité : Ευρωπαϊκός χάρτης για την πρόληψη της παχυσαρκίας
Subscribe
0 Comments