Εφαρμογή του

objectif στα ελληνικά
objectif
λέγεται
ομπζεκτίφ
.
objectif
σημαίνει στα ελληνικά
αντικειμενικός / στόχος / φακός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- objectif : αντικειμενικός φακός
- objectif : αντικειμενικός
- objectif : αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου
- objectif / lentille frontale : αντικειμενικός φακός
- C4 ISTAR / commandement, contrôle, communications, informatique, renseignement, surveillance, acquisition d'objectifs et reconnaissance : C4 και ISTAR / εντολή, έλεγχος, επικοινωνία, υπολογιστές (C4) και πληροφορίες, επιτήρηση, πρόσκτηση στόχου και αναγνώριση (ISTAR)
- ISTAR / renseignement, surveillance, acquisition d'objectifs et reconnaissance : ISTAR / πληροφορίες, επιτήρηση, πρόσκτηση στόχου και αναγνώριση
- QELRO / objectifs chiffrés de limitation et de réduction des émissions : ποσοτικοποιημένοι στόχοι περιορισμού και μείωσης των εκπομπών / ποσοτικοποιημένη υποχρέωση περιορισμού και μείωσης των εκπομπών
- grand objectif / objectif clé : πρωταρχικός στόχος
- date cible / date objectif : ημερομηνία στόχου
Subscribe
0 Comments