Εφαρμογή του

obligeant στα ελληνικά
obligeant
λέγεται
ομπλιζάν
.
obligeant
σημαίνει στα ελληνικά
φιλοφρονητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- point obligé / point de passage obligatoire : υποχρεωτικό σημείο / σημείο υποχρεωτικής διέλευσης
- principal obligé : κύριος υπόχρεος
- obligé principal / principal obligé : κύριος υπόχρεος / (ο)κυρίως υπόχρεως
- corps de sapeurs-pompiers obligés : κοινοτικό πυροσβεστικό σώμα διατεταγμένης υπηρεσίας
- le consentement oblige à lui seul : μόνη η συναίνεση υποχρεώνει
- obliger à livrer la totalité de la production : υποχρεώνω(μέλος)να παραδώσει το σύνολο της παραγωγής του
Subscribe
0 Comments