Εφαρμογή του

observer στα ελληνικά
observer
λέγεται
οψερβέ
.
observer
σημαίνει στα ελληνικά
τηρώ / παρατηρώ / επιτηρώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- observer : παρακολουθώ
- Loel/Loec : LOEL/C
- LOAEC / concentration minimale avec effet nocif observé : LOAEC / κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- LOAEL / dose minimale avec effet nocif observé : LOAEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- NOAEC / concentration sans effet nocif observé : NOAEC / συγκέντρωση στην οποία δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- NOAEL / dose sans effet nocif observé : NOAEL / επίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων
- LOAEL / dose la plus faible pour laquelle est observé un effet indésirable : LOAEL / κατώτερο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
- DSENO / dose sans effet nocif observé : επίπεδο μη παρατηρούμενου ανεπιθύμητου αποτελέσματος (Preferred) / επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιπτώσεις
- LOEC / concentration efficace la plus faible observée : LOEC / κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται επιπτώσεις
- LOEL / dose minimale avec effet observé : LOEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
Subscribe
0 Comments