Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

occuper στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
occuper
λέγεται
οκυπέ
.
occuper
σημαίνει στα ελληνικά
κατέχω / καταλαμβάνω / πιάνω / απασχολώ / s’ occuper ασχολούμαι / φροντίζω / κοιτάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • Centre israélien d'information sur les droits de l'homme dans les territoires occupés / B'Tselem : Ισραηλινό Κέντρο Πληροφόρησης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα Κατεχόμενα Εδάφη
  • occupé : κατειλημμένος
  • écouler / s'occuper de : διεκπεραιώνω
  • habité / occupé : κατοικημένος
  • occupe / occupation : κατάσταση κατειλημμένου
  • non occupé : μη απασχολημένο
  • PMO / plan médian de l'occupant : ΚΕΕ / κεντρικό επίπεδο επιβάτη
  • AHLC / Comité ad hoc de liaison pour l'assistance aux territoires occupés : AHCL / AHLC
  • CCBS / appels à abonné occupé : (CCBS) / ολοκλήρωση κλήσεων προς κατειλημμένους συνδρομητές
  • état occupé : κατειλημμένη ενεργειακή στάθμη

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments