Εφαρμογή του

omission στα ελληνικά
omission
λέγεται
ομισιόν
.
omission
σημαίνει στα ελληνικά
παράλειψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- omission : λάθος από παράλειψη
- omission : παράλειψη
- taux d'omission : λογος αστοχιών / λόγος αστοχίας
- omission trompeuse : παραπλανητική παράλειψη
- omission de statuer : παράλειψη λήψης απόφασης
- erreurs et omissions : τακτοποιητέα στοιχεία
- erreurs et omissions : σφάλματα και παραλείψεις
- clause erreurs et omissions : ρήτρα παράλειψης
- actes ou omissions de la BCE : πράξεις ή παραλείψεις της ΕΚΤ
Subscribe
0 Comments