Εφαρμογή του

onduler στα ελληνικά
onduler
λέγεται
ονντυλέ
.
onduler
σημαίνει στα ελληνικά
κυματίζω / κατσαρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ondulé : κυματοειδής
- ondé / ondulé : κυματοειδή νερά / κυματοειδές σχήμα
- ondulé : πτυχωτός
- fil ondé / fil ondulé : νήμα με κυματοειδή επιφάνεια
- brucellose / fièvre de Malte : βρουκέλλωση
- fil ondulé : ζαρωμένο νήμα
- tôle ondulé : κυματοειδής λαμαρίνα
- bord ondulé : άκρο με κυματώσεις
- ondé tissue / ondulé tissue : ύφασμα με νερά / ύφασμα οντουλέ
Subscribe
0 Comments