Εφαρμογή του

opéra στα ελληνικά
opéra
λέγεται
οπερά
.
opéra
σημαίνει στα ελληνικά
όπερα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- opérer : λειτουργώ
- EDx / dose opérante x% : EDx / αποτελεσματική δόση x %
- NIP / négociateur de parquet : διαπραγματευτής στο floor χρηματιστηρίου
- fusion d'opérons : συγχώνευση οπερονίων
- opérer une retenue : προβαίνω σε μία παρακράτηση
- conditionnement opérant : επεμβατική εξαρτημένη μάθηση / συντελεστική εξαρτημένη μάθηση
- régime par capitalisation / régime de retraite par capitalisation : κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων
- une réduction est opérée : μείωση πραγματοποιείται
- opérateur de valorisation / entreprise opérant une valorisation : φορέας ανάκτησης / παρασκευαστής ανακτημένης ουσίας
- opérer une retenue de garantie : παρακρατώ εγγύηση
Subscribe
0 Comments