Εφαρμογή του

opportun στα ελληνικά
opportun
λέγεται
οπορτέν
.
opportun
σημαίνει στα ελληνικά
κατάλληλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chance / occasion : παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένει
- en temps utile / en temps opportun : εν ευθέτω χρόνω
- rupture opportune des membranes : έγκαιρη ρήξη αμνιακού σάκου
- la Commission assure les liaisons opportunes avec... : η Eπιτροπή διασφαλίζει πρόσφορες σχέσεις με...
- considérant qu'il se révèle opportun d'arrêter des directives : εκτιμώντας ότι είναι σκόπιμο να διατυπώσει (το Συμβούλιο) τις οδηγίες
Subscribe
0 Comments