Εφαρμογή του

opticien στα ελληνικά
opticien
λέγεται
οπτισιάν
.
opticien
σημαίνει στα ελληνικά
οπτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- opticien : οπτικός
- opticien / maître opticien : ειδικός οπτικός
- opticien : οπτικός / διοπτροτέχνης
- opticien : οπτικός / διαπτροτεχνίτης
- compas d'écartement d'opticien : όργανο χρησιμοποιούμενο από τους οπτικούς για την καταμέτρηση του μετώπου για να προσδιορίσουν το κατάλληλο εύρος του σκελετού των γυαλιών
- opticien qualifié, spécialiste des verres de contact : οπτικός ειδικευμένος στους φακούς επαφής
Subscribe
0 Comments