Εφαρμογή του

option στα ελληνικά
option
λέγεται
οψιόν
.
option
σημαίνει στα ελληνικά
εκλογή / εξτρά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- option : προαίρεση
- option / contrat optionnel : οψιόν / δικαίωμα προαίρεσης
- option : δικαίωμα επιλογής
- option : χρηματοοικονομικά δικαιώματα
- "call" / option d'achat : δικαίωμα αγοράς
- warrant / bon d'option : warrant / πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους
- classe / classe d'options : κλάση οψιόν
- writer / vendeur : πωλητής οψιόν / εκχωρητής οψιόν
- POSEI / Programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité : POSEI / προγράμματα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα ορισμένων περιφερειών
- POSEIMA / Programme d'options spécifiques à l'éloignement et à l'insularité de Madère et des Açores : POSEIMA / Πρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών
Subscribe
0 Comments