Εφαρμογή του

orage στα ελληνικά
orage
λέγεται
οράζ
.
orage
σημαίνει στα ελληνικά
καταιγίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- orage : ατμοσφαιρική αναταραχή
- orage : καταιγίς / καταιγίδα
- tempête / violent orage : βίαιη καταιγίδα / επικίνδυνος καιρός
- isobronte / isochrone d'orage : ισοβροντική καμπύλη
- orage sec : ξηρά καταιγίς
- eau d'orage / eau de pluie d'orage : επιφανειακά νερά
- orage frontal : μετωπική καταιγίδα
- égout d'orage / égout pluvial : υπόνομος ομβρίων / εκβολή πλημμυρικής απορροής
- grain d'orage / grain orageux : λαίλαπα με καταιγίδα
Subscribe
0 Comments