Εφαρμογή του

oreille στα ελληνικά
oreille
λέγεται
ορέιγ
.
oreille
σημαίνει στα ελληνικά
αυτί
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ormeaux / MUL : ABX / αλίωτις
- oreille / pince de filière : Aυτί φιλιέρας
- oreille : όνυχας / δόντι άγκυρας
- oreille : ους / αυτί
- oreille : δόντι άγκυρας / όνυχας άγκυρας
- ormeaux / oreilles de mer : αυτί της θάλασσας
- écrou à oreilles / papillon : πεταλούδα / πτερυγοφόρο περικόχλιο
- casque / casque protecteur d'oreilles : καλύπτρα κεφαλής που περιλαμβάνει και ωτοασπίδες
- oreilles : μάπα / στήριξη με οπή στηρίξεως
- forficule / perce-oreille : ψαλίδα η κοινή
Subscribe
0 Comments