Εφαρμογή του

orteil στα ελληνικά
orteil
λέγεται
ορτέιγ
.
orteil
σημαίνει στα ελληνικά
δάχτυλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- orteil / doigt de pied : δάκτυλο ποδιού
- hallux / gros orteil : πρώτο δάκτυλο του ποδιού / μεγάλο δάκτυλο του ποδιού
- orteil double : διπλό δάκτυλο κάτω άκρου
- mycose du pied / pied d'athlète : πόδι αθλητή / μυκητίαση του ποδιού
- orteil en marteau : σφυροδακτυλία
- phénomène d'extension du gros orteil : αντανακλαστικό του Babinski
- artère plantaire interne du gros orteil : πελματιαία αρτηρία του κνημικού δακτύλου / πελματιαία αρτηρία του μεγάλου δακτύλου του ποδός
- chef oblique du muscle adducteur du gros orteil : πλαγία άνω καρπιαία κεφαλή του προσαγωγού μυός του μεγάλου δακτύλου του ποδ ός
- chef transverse du muscle abducteur du gros orteil : εγκάρσιος κεφαλή του προσαγωγού μυός του μεγάλου δακτύλου του ποδός
Subscribe
0 Comments