Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

orteil στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
orteil
λέγεται
ορτέιγ
.
orteil
σημαίνει στα ελληνικά
δάχτυλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • orteil / doigt de pied : δάκτυλο ποδιού
  • hallux / gros orteil : πρώτο δάκτυλο του ποδιού / μεγάλο δάκτυλο του ποδιού
  • orteil double : διπλό δάκτυλο κάτω άκρου
  • mycose du pied / pied d'athlète : πόδι αθλητή / μυκητίαση του ποδιού
  • orteil en marteau : σφυροδακτυλία
  • phénomène d'extension du gros orteil : αντανακλαστικό του Babinski
  • artère plantaire interne du gros orteil : πελματιαία αρτηρία του κνημικού δακτύλου / πελματιαία αρτηρία του μεγάλου δακτύλου του ποδός
  • chef oblique du muscle adducteur du gros orteil : πλαγία άνω καρπιαία κεφαλή του προσαγωγού μυός του μεγάλου δακτύλου του ποδ ός
  • chef transverse du muscle abducteur du gros orteil : εγκάρσιος κεφαλή του προσαγωγού μυός του μεγάλου δακτύλου του ποδός

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments