Εφαρμογή του

ortie στα ελληνικά
ortie
λέγεται
ορτί
.
ortie
σημαίνει στα ελληνικά
τσουκνίδα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ortie : κνίδη / τσουκνίδα
- ortie : κνίδα / τσουκνίδα
- ramie / ramie blanche : ραμί / ραμί της Κίνας
- roncet / cabuchage : μολυσματικός εκφυλισμός της αμπέλου
- ortie rouge / lamier rouge : λαίμιον το πορφυρούν
- petite ortie / ortie brûlante : κνίδη η καυστηρά
- ortie royale / ortie épineuse : γαλίοψις η δασική
- lamier blanc / ortie blanche : λαίμιον το λευκόν
- toile d'ortie : μουσελίνα / ύφασμα από ίνες κνίδης
Subscribe
0 Comments