Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

os στα ελληνικά
os
λέγεται
ος
.
os
σημαίνει στα ελληνικά
κόκαλο / οστό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- OS : OS
- os : κόκαλο
- OS / ouvrier spécialisé : εξειδικευμένος εργάτης
- ôs / esker : κορύμματα
- FVO / farine d'équarrissage : ιχθυάλευρο σαρδέλλας
- FVO / farine carnée : οστεοκρεατάλευρο
- FVO / farine de viande et d'os : οστεοκρεατάλευρο
- osmium / MUL : όσμιο
- p.o. / per os : από του στόματος / από της στοματικής οδού
- OS/VS : λειτουργικό σύστημα/εικονική μνήμη
Subscribe
0 Comments


