Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

outil στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
outil
λέγεται
ουτί
.
outil
σημαίνει στα ελληνικά
εργαλείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • outil / outillage : εργαλείο
  • outil / petit outillage : εργαλείο / μικροεργαλείο
  • outil : εργαλείο πλάνισης
  • outil : εργαλείο
  • trace / marque laissée par des outils : σημάδια που αφήνουν τα όπλα
  • volet / battant : σώμα εργαλείου
  • table / porte-pièce : τράπεζα εργασίας / τράπεζα που φέρει το κατεργαζόμενο κομμάτι
  • grain / outil rapporté : φερόμενο εργαλείο
  • MOCN / machine-outil à commande numérique : μηχανή-εργαλείο με αριθμητικό έλεγχο
  • peigne / outil-crémaillère : βιδολόγος / κοχλιοτόμος

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments