Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

outil στα ελληνικά
outil
λέγεται
ουτί
.
outil
σημαίνει στα ελληνικά
εργαλείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- outil / outillage : εργαλείο
- outil / petit outillage : εργαλείο / μικροεργαλείο
- outil : εργαλείο πλάνισης
- outil : εργαλείο
- trace / marque laissée par des outils : σημάδια που αφήνουν τα όπλα
- volet / battant : σώμα εργαλείου
- table / porte-pièce : τράπεζα εργασίας / τράπεζα που φέρει το κατεργαζόμενο κομμάτι
- grain / outil rapporté : φερόμενο εργαλείο
- MOCN / machine-outil à commande numérique : μηχανή-εργαλείο με αριθμητικό έλεγχο
- peigne / outil-crémaillère : βιδολόγος / κοχλιοτόμος
Subscribe
0 Comments


