Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ouvreuse στα ελληνικά
ouvreuse
λέγεται
ουβρέζ
.
ouvreuse
σημαίνει στα ελληνικά
ταξιθέτρια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ouvreuse / loup-ouvreur : ανοικτικό μηχάνημα
- ouvreuse : ανοικτικό μηχάνημα
- crighton / ouvreuse verticale : κράϊτον / κατακόρυφο ανοικτικό
- soc / soc ouvreur : υνί / υνί αυλακωτήρα
- ouvreuse axi-flow / ouvreuse à deux tambours jumelés à circulation axiale : ανοικτικό αξονικής ροής / ανοικτικό διπλού κυλίνδρου
- ouvreuse pneumatique : μηχανή αναριώματος με πιεσμένο αέρα
- ouvreuse horizontale : οριζόντιο ανοικτικό
- pneumopathie des fourreurs / pneumopathie des fourrures : πνευμονοπάθεια των "γουναράδων"
- tambour denté d'ouvreuse d'alfa : οδοντωτό τύμπανο για μηχανή ανοίγματος του σπάρτου
- loup ouvreur pour fibres humides : ανοιχτική υγρών ινών
Subscribe
0 Comments


