Εφαρμογή του

ouvrier στα ελληνικά
ouvrier
λέγεται
ουβριέ
.
ouvrier
σημαίνει στα ελληνικά
εργάτης / εργατικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ouvrier / ouvrière : εργάτης
- carreur / ouvrier : φυσητής γυαλιού
- ouvrier / ouvrier de pieds : κορδονιστής
- ouvrier / col bleu : εργάτης / χειρώνακτας
- syndicat ouvrier / organisation syndicale : συνδικαλιστική οργάνωση / συνδικάτο
- monteur / ouvrier ajusteur : εφαρμοστής / μονταδόρος
- ouvriers / main d'oeuvre : εργατικό δυναμικό
- tabatier / ouvrier en tabac : καπνεργάτης
- écrémeur / ouvrier préposé à l'écrémage : ξαφριστής
- marqueur / ouvrier marqueur : σημειωτής,σημαδευτής
Subscribe
0 Comments