Εφαρμογή του

panache στα ελληνικά
panache
λέγεται
πανάς
.
panache
σημαίνει στα ελληνικά
ζωτικότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- panache : πλούμιο
- panache : εξωτερικός μανδύας φλόγας
- panaché : ποικιλόχρωμος
- céteau / sole panachée : δικολόγλωσσα
- sole panachée / sole perdix commune : γλωσσάκι
- sole panachée / sole-perdrix commune : γλωσσάκι
- siège "panaché" : ψήφιση υποψηφίων ανεξαρτήτως συνδυασμού
- panache de fumée : απορρόφηση / καπνοθύσανος
Subscribe
0 Comments