Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

panique στα ελληνικά
panique
λέγεται
πανίκ
.
panique
σημαίνει στα ελληνικά
πανικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- panique : πανικός
- panique bancaire / vague de retraits : τραπεζικός πανικός / μαζική απόσυρση καταθέσεων
- panique dispnéique / panique respiratoire : δυσπνοϊκός πανικός
- barre anti-panique : ράβδος πανικού
- sentiment de panique : αίσθημα πανικού
- réactions de panique : αντιδράσεις πανικού
Subscribe
0 Comments


