Εφαρμογή του

panne στα ελληνικά
panne
λέγεται
παν
.
panne
σημαίνει στα ελληνικά
βλάβη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- panne : περινεφρικό λίπος
- panne / coupure : διακοπή προγράμματος
- panne : αβαρία
- panne : τραβέρσα / οριζόντια δοκός
- panne / panné : βελούδο παν
- panne : συγκολλητική ακίδα
- panne / incident : Ολική βλάβη συστήματος
- panne : αποτυχία' βλάβη
- MTBF / temps moyen entre pannes : μέσος χρόνος μεταξύ διακοπών / μέσος χρόνος μεταξύ σφαλμάτων
- panner : σφυρηλατώ
Subscribe
0 Comments