Εφαρμογή του

papier στα ελληνικά
papier
λέγεται
παπιέ
.
papier
σημαίνει στα ελληνικά
χαρτί / papier toilette χαρτί υγείας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- papier : χαρτί
- papier : χαρτί του τραπεζογραμματίου
- papier : χαρτί / τίτλος
- titre / valeur : αξίες / τίτλοι
- tirage / fac-sim : hardcopy / αντίγραφο
- tirage / épreuve : δοκίμιο
- CEPAC / Confédération européenne de l'industrie des pâtes, papiers et cartons : Ευρωπαική Συνομοσπονδία Βιομηχανιών Χαρτόμαζας, Χάρτου και Χαρτονιού
- COLTS / papier à terme offert en permanence : συνεχής προσφορά κινητών αξιών
- papyrus / jonc du Nil : πάπυρος / κύπειρος ο πάπυρος
- cristal / pergamyne : περγαμηνή / κρυσταλλοειδές χαρτί
Subscribe
0 Comments