Εφαρμογή του

parachute στα ελληνικά
parachute
λέγεται
παρασύτ
.
parachute
σημαίνει στα ελληνικά
αλεξίπτωτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- parachute : αλεξίπτωτο
- parachute : διάταξη ασφαλείας
- parachute : συσκευή αρπάγης
- pépin / parachute : αλεξίπτωτο
- parasonde / radiosonde parachutée : ραδιοβολίδα με αλεξίπτωτο
- parachute doré (Preferred) / parachute en or : χρυσό αλεξίπτωτο
- parachute-frein : αλεξίπτωτο επιβράδυνσης / επιβραδυντικό αλεξίπτωτο
- parachute-frein / parachute de freinage : αλεξίπτωτο πέδησης
- parachute siège : αλεξίπτωτο καθίσματος
Subscribe
0 Comments