Εφαρμογή του

parer στα ελληνικά
parer
λέγεται
παρέ
.
parer
σημαίνει στα ελληνικά
στολίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- allié (Preferred) / parent par alliance (Admitted) : συγγενής εξ αγχιστείας
- parer : εκχονδρίζω
- parent : γονέας
- hévéa / arbre de Para : εβέα η βραζιλιανή
- PARA / Programme d'aides au revenu agricole : ΠEΓE / Πρόγραμμα Ενισχύσεων στο Γεωργικό Εισόδημα
- PARA / Programme d'Aides au Revenu Agricole : Πρόγραμμα των γεωργικών εισοδηματικών ενισχύσεων
- PARA / Programme d'aides au revenu agricole : Πρόγραμμα των γεωργικών εισοδηματικών ενισχύσεων
- banane / sabot de pare-chocs : πέδιλο του προφυλακτήρα / υποδοχή του προφυλακτήρα
- P / parent : γεννήτωρ
- parent : συγγενής
Subscribe
0 Comments