Εφαρμογή του

parler στα ελληνικά
parler
λέγεται
παρλέ
.
parler
σημαίνει στα ελληνικά
μιλάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- latte / mire parlante : σταδία / πήχυς χωροστάθμισης
- muet / incapable de parler : άτομο με προβλήματα ομιλίας
- LPC / langage parlé complété : ολοκληρωμένη προφορική γλώσσα
- guide vocal / guide parlant : μηχανή αναγγελίας
- mire parlante : αυτοενδεικτικός χωροσταθμικός πήχυς
- annonce parlée / annonce vocale : ηχογραφημένο μήνυμα
- mire parlante : τηλεφανές ή αυτόσημον στοχασμάτιον
- lisière parlant : ούγια γραμμένη
- l. langue parlée / langage parlé 2. langage articulé : ομιλούμενη γλώσσα
- machine parlante : μηχανή ηχογραφημένων μηνυμάτων
Subscribe
0 Comments