Εφαρμογή του

parpaing στα ελληνικά
parpaing
λέγεται
παρπέν
.
parpaing
σημαίνει στα ελληνικά
τσιμεντόλιθος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- parpaing : σκωριόπλινθος
- parpaing : μπατικός
- parpaing : κοίλη πλίνθος / κουφωτή πλίνθος
- parpaing : λιθόσωμα σκυροδέματος
- maçonnerie associée à des briques creuses ou à des parpaings de béton : οικοδομικές εργασίες σχετικές με την χρήση κοίλων ωπτόπλινθων ή τσιμεντόλιθων
Subscribe
0 Comments