Εφαρμογή του

partager στα ελληνικά
partager
λέγεται
παρταζέ
.
partager
σημαίνει στα ελληνικά
μοιράζω / διχάζω / συμμερίζομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- partager : κοινοποιώ / μοιράζομαι
- partagé : Καταμερισμένος / κοινής χρήσεως
- partage : Διαμερισμός/Kαταμερισμός
- jitney / taxibus : ταξί δημόσιας συγκοινωνίας
- partage / agrégation de liens : ζεύξη κέντρων
- copropriété / propriété partagée : συνιδιοκτησία
- job sharing / partage des tâches : συναπασχόληση
- MFPR / mécanisme de financement à risques partagés : μηχανισμός χρηματοδότησης με επιμερισμό των κινδύνων (Preferred) / χρηματοδοτική διευκόλυνση καταμερισμού του κινδύνου
- SEIS / Système de partage d'informations sur l'environnement : ΕΣΠΠ / Ενιαίο σύστημα πληροφοριών για το περιβάλλον
- AMRT / accès multiples à temps partagé : TDMA / ΠΠΔΧ
Subscribe
0 Comments