Εφαρμογή του

partie στα ελληνικά
partie
λέγεται
παρτί
.
partie
σημαίνει στα ελληνικά
μέρος / παρτίδα / en partie εν μέρει / partie adverse αντίδικος / partie civile πολιτική αγωγή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- acteur / partie prenante : ενδιαφερόμενος παράγοντας / ενδιαφερόμενοι κύκλοι συμφερόντων
- partie / contractant : συμβαλλόμενο μέρος
- partie / État partie : μέρος
- partie : μέρος
- risque / exposition : άνοιγμα / 'έκθεση κινδύνου
- COP 17 / dix-septième session de la Conférence des Parties à la Convention-cadre des Nations unies sur les changements climatiques : Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή στο Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής
- partie / découpe : μέρος
- partie : μέρος / τμήμα
- partie : μέρος σώματος μηνύματος
Subscribe
0 Comments