Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

passé στα ελληνικά
passé
λέγεται
πασέ
.
passé
σημαίνει στα ελληνικά
παρελθόν / passé simple αόριστος / passé composé παρακείμενος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- usé / passé : εξαντλημένος / ξεθυμασμένος
- passe / goulet : πόρος / στενά
- bout / brin : άκρια / κλωστή
- passe : δίαυλος μεταξύ μπάνκων / δίαυλος μεταξύ των συσσωρεύσεων άμμου
- passe : επίστρωμα / ράχη συγκόλλησης
- passe : βήμα ψεκασμού
- passe : εναπόθεση του κορδονιού
- fleur / passée : γονιμοποίηση
- passe : πρόσθετα τυπογραφικά φύλλα για συμπλήρωση κακεκτύπων
- passe / passage : δίοδος,τροχιά κοπής
Subscribe
0 Comments


